Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκεραυνόω
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόω
συγκεφαλαίωμα
συγκεφαλαίωσις
συγκεφαλαιωτέον
συγκεφαλαιωτικός
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκηδεύω
συγκηρέω
συγκινδυνευτέον
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκίνημα
συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
συγκλαίω
σύγκλασις
View word page
συγκηρέω
deslroy

ShortDef

deslroy

Debugging

Headword:
συγκηρέω
Headword (normalized):
συγκηρέω
Headword (normalized/stripped):
συγκηρεω
IDX:
82586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82587
Key:

Data

{'content': 'deslroy'}