Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκεραστός
συγκερατίζομαι
συγκεραυνόω
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόω
συγκεφαλαίωμα
συγκεφαλαίωσις
συγκεφαλαιωτέον
συγκεφαλαιωτικός
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκηδεύω
συγκηρέω
συγκινδυνευτέον
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκίνημα
συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
συγκλάζω
View word page
συγκηδεστής
brother-in-law, wife's sister's husband
ShortDef
brother-in-law, wife's sister's husband
Debugging
Headword:
συγκηδεστής
Headword (normalized):
συγκηδεστής
Headword (normalized/stripped):
συγκηδεστης
IDX:
82584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82585
Key:
Data
{'content': "brother-in-law, wife's sister's husband"}