Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκερασμός
συγκεραστός
συγκερατίζομαι
συγκεραυνόω
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόω
συγκεφαλαίωμα
συγκεφαλαίωσις
συγκεφαλαιωτέον
συγκεφαλαιωτικός
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκηδεύω
συγκηρέω
συγκινδυνευτέον
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκίνημα
συγκίνησις
συγκινητικός
συγκίρνημι
View word page
συγκεχυμένως
confusedly, indiscriminately
ShortDef
confusedly, indiscriminately
Debugging
Headword:
συγκεχυμένως
Headword (normalized):
συγκεχυμένως
Headword (normalized/stripped):
συγκεχυμενως
IDX:
82583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82584
Key:
Data
{'content': 'confusedly, indiscriminately'}