Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
συγκερασμός
συγκεραστός
συγκερατίζομαι
συγκεραυνόω
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόω
συγκεφαλαίωμα
συγκεφαλαίωσις
συγκεφαλαιωτέον
συγκεφαλαιωτικός
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκηδεύω
συγκηρέω
συγκινδυνευτέον
συγκινδυνεύω
View word page
συγκεφαλαιόω
to bring together under one head, to sum up
ShortDef
to bring together under one head, to sum up
Debugging
Headword:
συγκεφαλαιόω
Headword (normalized):
συγκεφαλαιόω
Headword (normalized/stripped):
συγκεφαλαιοω
IDX:
82578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82579
Key:
Data
{'content': 'to bring together under one head, to sum up'}