Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
συγκερασμός
συγκεραστός
συγκερατίζομαι
συγκεραυνόω
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόω
συγκεφαλαίωμα
συγκεφαλαίωσις
συγκεφαλαιωτέον
συγκεφαλαιωτικός
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκηδεύω
συγκηρέω
συγκινδυνευτέον
View word page
συγκερκίζω
weave together

ShortDef

weave together

Debugging

Headword:
συγκερκίζω
Headword (normalized):
συγκερκίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκερκιζω
IDX:
82577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82578
Key:

Data

{'content': 'weave together'}