Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
συγκερασμός
συγκεραστός
συγκερατίζομαι
συγκεραυνόω
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόω
συγκεφαλαίωμα
συγκεφαλαίωσις
συγκεφαλαιωτέον
συγκεφαλαιωτικός
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκηδεύω
συγκηρέω
View word page
συγκεραυνόω
to strike with

ShortDef

to strike with

Debugging

Headword:
συγκεραυνόω
Headword (normalized):
συγκεραυνόω
Headword (normalized/stripped):
συγκεραυνοω
IDX:
82576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82577
Key:

Data

{'content': 'to strike with'}