Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
συγκερασμός
συγκεραστός
συγκερατίζομαι
συγκεραυνόω
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόω
συγκεφαλαίωμα
συγκεφαλαίωσις
View word page
συγκεντέω
to pierce together, to stab at once

ShortDef

to pierce together, to stab at once

Debugging

Headword:
συγκεντέω
Headword (normalized):
συγκεντέω
Headword (normalized/stripped):
συγκεντεω
IDX:
82570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82571
Key:

Data

{'content': 'to pierce together, to stab at once'}