Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκαττυστής
συγκαττύω
σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
συγκερασμός
συγκεραστός
συγκερατίζομαι
συγκεραυνόω
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόω
View word page
συγκέλλω
push together
ShortDef
push together
Debugging
Headword:
συγκέλλω
Headword (normalized):
συγκέλλω
Headword (normalized/stripped):
συγκελλω
IDX:
82568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82569
Key:
Data
{'content': 'push together'}