Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττυστής
συγκαττύω
σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
συγκερασμός
συγκεραστός
συγκερατίζομαι
συγκεραυνόω
View word page
συγκελεύω
to join in ordering

ShortDef

to join in ordering

Debugging

Headword:
συγκελεύω
Headword (normalized):
συγκελεύω
Headword (normalized/stripped):
συγκελευω
IDX:
82566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82567
Key:

Data

{'content': 'to join in ordering'}