Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατολισθάνω
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττυστής
συγκαττύω
σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
συγκερασμός
View word page
συγκεκομμένως
concisely
ShortDef
concisely
Debugging
Headword:
συγκεκομμένως
Headword (normalized):
συγκεκομμένως
Headword (normalized/stripped):
συγκεκομμενως
IDX:
82563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82564
Key:
Data
{'content': 'concisely'}