Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατοικία
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατολισθάνω
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττυστής
συγκαττύω
σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκέντρωσις
συγκεράννυμι
View word page
συγκειμένως
continuously, without interval

ShortDef

continuously, without interval

Debugging

Headword:
συγκειμένως
Headword (normalized):
συγκειμένως
Headword (normalized/stripped):
συγκειμενως
IDX:
82562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82563
Key:

Data

{'content': 'continuously, without interval'}