Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατοικέω
συγκατοικία
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατολισθάνω
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττυστής
συγκαττύω
σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
συγκεντέω
συγκέντρωσις
View word page
σύγκειμαι
to lie together

ShortDef

to lie together

Debugging

Headword:
σύγκειμαι
Headword (normalized):
σύγκειμαι
Headword (normalized/stripped):
συγκειμαι
IDX:
82561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82562
Key:

Data

{'content': 'to lie together'}