Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατήγορος
συγκατηρεφής
συγκατοικέω
συγκατοικία
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατολισθάνω
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττυστής
συγκαττύω
σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκελλάριος
συγκέλλω
συγκενόω
View word page
συγκαττύω
to patch up, cobble

ShortDef

to patch up, cobble

Debugging

Headword:
συγκαττύω
Headword (normalized):
συγκαττύω
Headword (normalized/stripped):
συγκαττυω
IDX:
82559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82560
Key:

Data

{'content': 'to patch up, cobble'}