Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατηγόρησις
συγκατήγορος
συγκατηρεφής
συγκατοικέω
συγκατοικία
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατολισθάνω
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττυστής
συγκαττύω
σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
συγκεκραμένως
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
View word page
συγκατορθόω
to help in righting

ShortDef

to help in righting

Debugging

Headword:
συγκατορθόω
Headword (normalized):
συγκατορθόω
Headword (normalized/stripped):
συγκατορθοω
IDX:
82556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82557
Key:

Data

{'content': 'to help in righting'}