Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκατεσθίω
συγκατευθύνω
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατηγόρησις
συγκατήγορος
συγκατηρεφής
συγκατοικέω
συγκατοικία
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατολισθάνω
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττυστής
συγκαττύω
σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκειμένως
συγκεκομμένως
View word page
συγκατοικίζω
to colonise jointly, join in colonising
ShortDef
to colonise jointly, join in colonising
Debugging
Headword:
συγκατοικίζω
Headword (normalized):
συγκατοικίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκατοικιζω
IDX:
82553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82554
Key:
Data
{'content': 'to colonise jointly, join in colonising'}