Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατευθύνω
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατηγόρησις
συγκατήγορος
συγκατηρεφής
συγκατοικέω
συγκατοικία
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατολισθάνω
συγκατορθόω
συγκατορύσσω
συγκαττυστής
συγκαττύω
σύγκαυσις
σύγκειμαι
View word page
συγκατοικέω
to dwell with

ShortDef

to dwell with

Debugging

Headword:
συγκατοικέω
Headword (normalized):
συγκατοικέω
Headword (normalized/stripped):
συγκατοικεω
IDX:
82551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82552
Key:

Data

{'content': 'to dwell with'}