Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκάτειμι
συγκατεπείγω
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατευθύνω
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατηγόρησις
συγκατήγορος
συγκατηρεφής
συγκατοικέω
συγκατοικία
συγκατοικίζω
View word page
συγκατεσθίω
to eat up, devour with

ShortDef

to eat up, devour with

Debugging

Headword:
συγκατεσθίω
Headword (normalized):
συγκατεσθίω
Headword (normalized/stripped):
συγκατεσθιω
IDX:
82543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82544
Key:

Data

{'content': 'to eat up, devour with'}