Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκάτειμι
συγκατεπείγω
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατευθύνω
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατηγόρησις
συγκατήγορος
συγκατηρεφής
συγκατοικέω
View word page
συγκατεργάζομαι
to help achieve; join in murdering
ShortDef
to help achieve; join in murdering
Debugging
Headword:
συγκατεργάζομαι
Headword (normalized):
συγκατεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατεργαζομαι
IDX:
82541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82542
Key:
Data
{'content': 'to help achieve; join in murdering'}