Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκάτειμι
συγκατεπείγω
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατευθύνω
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατηγόρησις
συγκατήγορος
συγκατηρεφής
View word page
συγκατεπείγω
hasten together

ShortDef

hasten together

Debugging

Headword:
συγκατεπείγω
Headword (normalized):
συγκατεπείγω
Headword (normalized/stripped):
συγκατεπειγω
IDX:
82540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82541
Key:

Data

{'content': 'hasten together'}