Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκάτειμι
συγκατεπείγω
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατευθύνω
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
View word page
συγκαταψεύδομαι
to join in a lie against

ShortDef

to join in a lie against

Debugging

Headword:
συγκαταψεύδομαι
Headword (normalized):
συγκαταψεύδομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταψευδομαι
IDX:
82536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82537
Key:

Data

{'content': 'to join in a lie against'}