Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
συγκατατρέχω
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκάτειμι
συγκατεπείγω
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
View word page
συγκαταφονεύω
put to death with

ShortDef

put to death with

Debugging

Headword:
συγκαταφονεύω
Headword (normalized):
συγκαταφονεύω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταφονευω
IDX:
82532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82533
Key:

Data

{'content': 'put to death with'}