Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
συγκατατρέχω
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκάτειμι
συγκατεπείγω
συγκατεργάζομαι
View word page
συγκαταφλέγω
to burn with

ShortDef

to burn with

Debugging

Headword:
συγκαταφλέγω
Headword (normalized):
συγκαταφλέγω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταφλεγω
IDX:
82531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82532
Key:

Data

{'content': 'to burn with'}