Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
συγκατατρέχω
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκάτειμι
συγκατεπείγω
View word page
συγκαταφθείρω
lose together

ShortDef

lose together

Debugging

Headword:
συγκαταφθείρω
Headword (normalized):
συγκαταφθείρω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταφθειρω
IDX:
82530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82531
Key:

Data

{'content': 'lose together'}