Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
συγκατατρέχω
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκάτειμι
View word page
συγκαταφεύγω
flee to for safety together

ShortDef

flee to for safety together

Debugging

Headword:
συγκαταφεύγω
Headword (normalized):
συγκαταφεύγω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταφευγω
IDX:
82529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82530
Key:

Data

{'content': 'flee to for safety together'}