Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκατασφάζω
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
συγκατατρέχω
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
View word page
συγκατατρώγω
to eat at the same time
ShortDef
to eat at the same time
Debugging
Headword:
συγκατατρώγω
Headword (normalized):
συγκατατρώγω
Headword (normalized/stripped):
συγκατατρωγω
Intro Text:
to eat at the same time
IDX:
82527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82528
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "to eat at the same time" }