Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατασύρομαι
συγκατασφάζω
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
συγκατατρέχω
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
View word page
συγκατατρίβω
waste completely

ShortDef

waste completely

Debugging

Headword:
συγκατατρίβω
Headword (normalized):
συγκατατρίβω
Headword (normalized/stripped):
συγκατατριβω
IDX:
82526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82527
Key:

Data

{'content': 'waste completely'}