Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασφάζω
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
συγκατατρέχω
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
View word page
συγκατατίθημι
to deposit together

ShortDef

to deposit together

Debugging

Headword:
συγκατατίθημι
Headword (normalized):
συγκατατίθημι
Headword (normalized/stripped):
συγκατατιθημι
IDX:
82524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82525
Key:

Data

{'content': 'to deposit together'}