Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασφάζω
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
συγκατατρέχω
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
View word page
συγκατατείνω
extend with
ShortDef
extend with
Debugging
Headword:
συγκατατείνω
Headword (normalized):
συγκατατείνω
Headword (normalized/stripped):
συγκατατεινω
IDX:
82522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82523
Key:
Data
{'content': 'extend with'}