Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασφάζω
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
συγκατατρέχω
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
View word page
συγκατατάσσω
to arrange or draw up together

ShortDef

to arrange or draw up together

Debugging

Headword:
συγκατατάσσω
Headword (normalized):
συγκατατάσσω
Headword (normalized/stripped):
συγκατατασσω
IDX:
82520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82521
Key:

Data

{'content': 'to arrange or draw up together'}