Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασφάζω
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
συγκατατρέχω
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφέρω
View word page
συγκατασχηματίζομαι
to be in conformity with

ShortDef

to be in conformity with

Debugging

Headword:
συγκατασχηματίζομαι
Headword (normalized):
συγκατασχηματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατασχηματιζομαι
IDX:
82518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82519
Key:

Data

{'content': 'to be in conformity with'}