Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασφάζω
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
συγκατατρέχω
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
View word page
συγκατασφάζω
to slaughter, murder together with

ShortDef

to slaughter, murder together with

Debugging

Headword:
συγκατασφάζω
Headword (normalized):
συγκατασφάζω
Headword (normalized/stripped):
συγκατασφαζω
IDX:
82517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82518
Key:

Data

{'content': 'to slaughter, murder together with'}