Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασφάζω
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
συγκατατρέχω
συγκατατρίβω
View word page
συγκατασύρομαι
to be dragged down with

ShortDef

to be dragged down with

Debugging

Headword:
συγκατασύρομαι
Headword (normalized):
συγκατασύρομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατασυρομαι
IDX:
82516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82517
Key:

Data

{'content': 'to be dragged down with'}