Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασφάζω
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
συγκατατρέχω
View word page
συγκαταστρέφω
to bring to an end together
ShortDef
to bring to an end together
Debugging
Headword:
συγκαταστρέφω
Headword (normalized):
συγκαταστρέφω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταστρεφω
IDX:
82515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82516
Key:
Data
{'content': 'to bring to an end together'}