Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασφάζω
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
View word page
συγκατάστασις
a falling in with so as to fight

ShortDef

a falling in with so as to fight

Debugging

Headword:
συγκατάστασις
Headword (normalized):
συγκατάστασις
Headword (normalized/stripped):
συγκαταστασις
IDX:
82514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82515
Key:

Data

{'content': 'a falling in with so as to fight'}