Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασφάζω
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
View word page
συγκαταστασιάζω
to help in stirring up

ShortDef

to help in stirring up

Debugging

Headword:
συγκαταστασιάζω
Headword (normalized):
συγκαταστασιάζω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταστασιαζω
IDX:
82513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82514
Key:

Data

{'content': 'to help in stirring up'}