Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασφάζω
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
View word page
συγκατασπείρω
sow or plant together

ShortDef

sow or plant together

Debugging

Headword:
συγκατασπείρω
Headword (normalized):
συγκατασπείρω
Headword (normalized/stripped):
συγκατασπειρω
IDX:
82512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82513
Key:

Data

{'content': 'sow or plant together'}