Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασφάζω
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
View word page
συγκατασπάω
to pull down with oneself
ShortDef
to pull down with oneself
Debugging
Headword:
συγκατασπάω
Headword (normalized):
συγκατασπάω
Headword (normalized/stripped):
συγκατασπαω
IDX:
82511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82512
Key:
Data
{'content': 'to pull down with oneself'}