Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασφάζω
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
View word page
συγκατασκήπτω
to dart down together

ShortDef

to dart down together

Debugging

Headword:
συγκατασκήπτω
Headword (normalized):
συγκατασκήπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκατασκηπτω
IDX:
82510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82511
Key:

Data

{'content': 'to dart down together'}