Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταρράπτω
συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασφάζω
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
View word page
συγκατασκηνόω
to bring into one dwelling with

ShortDef

to bring into one dwelling with

Debugging

Headword:
συγκατασκηνόω
Headword (normalized):
συγκατασκηνόω
Headword (normalized/stripped):
συγκατασκηνοω
IDX:
82509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82510
Key:

Data

{'content': 'to bring into one dwelling with'}