Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταποντόω
συγκαταπράσσω
συγκαταριθμέω
συγκαταρράπτω
συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
View word page
συγκατασκάπτω
to demolish with another

ShortDef

to demolish with another

Debugging

Headword:
συγκατασκάπτω
Headword (normalized):
συγκατασκάπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκατασκαπτω
IDX:
82506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82507
Key:

Data

{'content': 'to demolish with another'}