Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταπλέω
συγκαταπολεμέω
συγκαταποντόω
συγκαταπράσσω
συγκαταριθμέω
συγκαταρράπτω
συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
View word page
συγκατασιτέομαι
feed together

ShortDef

feed together

Debugging

Headword:
συγκατασιτέομαι
Headword (normalized):
συγκατασιτέομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατασιτεομαι
IDX:
82504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82505
Key:

Data

{'content': 'feed together'}