Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταπλέκω
συγκαταπλέω
συγκαταπολεμέω
συγκαταποντόω
συγκαταπράσσω
συγκαταριθμέω
συγκαταρράπτω
συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
View word page
συγκατασβέννυμι
help to extinguish

ShortDef

help to extinguish

Debugging

Headword:
συγκατασβέννυμι
Headword (normalized):
συγκατασβέννυμι
Headword (normalized/stripped):
συγκατασβεννυμι
IDX:
82503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82504
Key:

Data

{'content': 'help to extinguish'}