Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκαταπλαστέον
συγκαταπλέκω
συγκαταπλέω
συγκαταπολεμέω
συγκαταποντόω
συγκαταπράσσω
συγκαταριθμέω
συγκαταρράπτω
συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
View word page
συγκατάρχω
begin the sacrifice together
ShortDef
begin the sacrifice together
Debugging
Headword:
συγκατάρχω
Headword (normalized):
συγκατάρχω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταρχω
IDX:
82502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82503
Key:
Data
{'content': 'begin the sacrifice together'}