Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταπίπτω
συγκαταπλαστέον
συγκαταπλέκω
συγκαταπλέω
συγκαταπολεμέω
συγκαταποντόω
συγκαταπράσσω
συγκαταριθμέω
συγκαταρράπτω
συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατασπάω
View word page
συγκαταρρίπτω
to throw down together

ShortDef

to throw down together

Debugging

Headword:
συγκαταρρίπτω
Headword (normalized):
συγκαταρρίπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταρριπτω
IDX:
82501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82502
Key:

Data

{'content': 'to throw down together'}