Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταπίμπρημι
συγκαταπίνω
συγκαταπίπτω
συγκαταπλαστέον
συγκαταπλέκω
συγκαταπλέω
συγκαταπολεμέω
συγκαταποντόω
συγκαταπράσσω
συγκαταριθμέω
συγκαταρράπτω
συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
View word page
συγκαταρράπτω
sew in with

ShortDef

sew in with

Debugging

Headword:
συγκαταρράπτω
Headword (normalized):
συγκαταρράπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταρραπτω
IDX:
82499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82500
Key:

Data

{'content': 'sew in with'}