Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταπέμπω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπίμπρημι
συγκαταπίνω
συγκαταπίπτω
συγκαταπλαστέον
συγκαταπλέκω
συγκαταπλέω
συγκαταπολεμέω
συγκαταποντόω
συγκαταπράσσω
συγκαταριθμέω
συγκαταρράπτω
συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
View word page
συγκαταπράσσω
to join in accomplishing

ShortDef

to join in accomplishing

Debugging

Headword:
συγκαταπράσσω
Headword (normalized):
συγκαταπράσσω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταπρασσω
IDX:
82497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82498
Key:

Data

{'content': 'to join in accomplishing'}