Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
συγκατανεύω
συγκαταπαίζω
συγκαταπαύω
συγκαταπέμπω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπίμπρημι
συγκαταπίνω
συγκαταπίπτω
συγκαταπλαστέον
συγκαταπλέκω
συγκαταπλέω
συγκαταπολεμέω
συγκαταποντόω
συγκαταπράσσω
συγκαταριθμέω
συγκαταρράπτω
συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
View word page
συγκαταπίπτω
fall down along with

ShortDef

fall down along with

Debugging

Headword:
συγκαταπίπτω
Headword (normalized):
συγκαταπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταπιπτω
IDX:
82491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82492
Key:

Data

{'content': 'fall down along with'}