Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
συγκατανεύω
συγκαταπαίζω
συγκαταπαύω
συγκαταπέμπω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπίμπρημι
συγκαταπίνω
συγκαταπίπτω
συγκαταπλαστέον
συγκαταπλέκω
συγκαταπλέω
συγκαταπολεμέω
συγκαταποντόω
συγκαταπράσσω
συγκαταριθμέω
συγκαταρράπτω
View word page
συγκαταπίμπρημι
burn together with

ShortDef

burn together with

Debugging

Headword:
συγκαταπίμπρημι
Headword (normalized):
συγκαταπίμπρημι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταπιμπρημι
IDX:
82489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82490
Key:

Data

{'content': 'burn together with'}