Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
συγκατανεύω
συγκαταπαίζω
συγκαταπαύω
συγκαταπέμπω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπίμπρημι
συγκαταπίνω
συγκαταπίπτω
συγκαταπλαστέον
συγκαταπλέκω
συγκαταπλέω
συγκαταπολεμέω
συγκαταποντόω
συγκαταπράσσω
συγκαταριθμέω
View word page
συγκαταπίμπλημι
to infect likewise

ShortDef

to infect likewise

Debugging

Headword:
συγκαταπίμπλημι
Headword (normalized):
συγκαταπίμπλημι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταπιμπλημι
IDX:
82488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82489
Key:

Data

{'content': 'to infect likewise'}