Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
συγκατανεύω
συγκαταπαίζω
συγκαταπαύω
συγκαταπέμπω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπίμπρημι
συγκαταπίνω
συγκαταπίπτω
συγκαταπλαστέον
συγκαταπλέκω
συγκαταπλέω
συγκαταπολεμέω
View word page
συγκαταπαίζω
jest on a thing at the same time

ShortDef

jest on a thing at the same time

Debugging

Headword:
συγκαταπαίζω
Headword (normalized):
συγκαταπαίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταπαιζω
IDX:
82485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82486
Key:

Data

{'content': 'jest on a thing at the same time'}